σκιαμαχώ

σκιαμαχώ
σκιαμαχῶ, -έω, ΝΑ, και σκιομαχῶ Α
μτφ. μάχομαι εναντίον ανύπαρκτων εχθρών, αγωνίζομαι μάταια, άσκοπα
αρχ.
1. εξασκούμαι στην πυγμαχία
2. φρ. α) «πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶ» — ασκώ τους βραχίονές μου πυγμαχώντας με τον αέρα (Κρατ.)
β) «ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα» — λόγια που εκστομούνται αλόγιστα σε συζήτηση (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκιαμαχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκιαμαχώ — σκιαμάχησα 1. μάχομαι εναντίον σκιών, εναντίον ανύπαρκτων εχθρών. 2. αγωνίζομαι μάταια και άσκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιαμαχῶ — σκιᾱμαχῶ , σκιαμαχέω fight against a shadow pres subj act 1st sg (attic epic doric) σκιᾱμαχῶ , σκιαμαχέω fight against a shadow pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… …   Dictionary of Greek

  • σκιαμαχία — η, ΝΜΑ, και σκιομαχία Α [σκιαμαχῶ] το να μάχεται κανείς με κάτι το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως είναι η σκιά, μάταιος, άσκοπος αγώνας αρχ. 1. ως κύριο όν. Σκιαμαχία τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος 2. το να μάχεται κανείς στη σκιά ή να ασκείται… …   Dictionary of Greek

  • σκιομαχώ — έω, Α βλ. σκιαμαχῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”