σκιαμαχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκιαμαχώ — σκιαμάχησα 1. μάχομαι εναντίον σκιών, εναντίον ανύπαρκτων εχθρών. 2. αγωνίζομαι μάταια και άσκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιαμαχῶ — σκιᾱμαχῶ , σκιαμαχέω fight against a shadow pres subj act 1st sg (attic epic doric) σκιᾱμαχῶ , σκιαμαχέω fight against a shadow pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
σκιαμαχία — η, ΝΜΑ, και σκιομαχία Α [σκιαμαχῶ] το να μάχεται κανείς με κάτι το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως είναι η σκιά, μάταιος, άσκοπος αγώνας αρχ. 1. ως κύριο όν. Σκιαμαχία τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος 2. το να μάχεται κανείς στη σκιά ή να ασκείται… … Dictionary of Greek
σκιομαχώ — έω, Α βλ. σκιαμαχῶ … Dictionary of Greek